ακάντηλος

ακάντηλος
-η, -ο [καντήλι]
1. (ναός ή εικόνα) χωρίς καντήλι, παραμελημένος
2. (άνθρωπος τόσο φτωχός) που δεν μπορεί ν’ ανάβει καντήλι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακάντηλος — η, ο 1. χωρίς καντήλι: Η εικόνα αυτή έμενε ακάντηλη. 2. πολύ φτωχός, άνθρωπος που δεν μπορεί ούτε λάδι για το καντήλι να αγοράσει: Στο χωριό ήξεραν όλοι πως ήταν βασανισμένος, πολύ φτωχός, ακάντηλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”